Νέα παρέμβαση των επιστημόνων που τάχθηκαν υπέρ της κατάργησης των Αρχαίων από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο σε συνδυασμό με την αναβάθμιση της Νέας Ελληνικής γλώσσας.
Οι πανεπιστημιακοί και εκπαιδευτικοί (αρχικά 56, τώρα 132) επιχειρούν να ενημερώσουν «για την επιστημονική αλήθεια» με αφορμή τους «ποικίλους ανυπόστατους ισχυρισμούς» που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της δημόσιας συζήτησης μετά τη δημοσίευση του δικού τους κειμένου, αλλά και των εξαγγελιών του υπουργείου Παιδείας για τον περιορισμό των ωρών διδασκαλίας των Αρχαίων.
«Είναι απαράδεκτο τα πορίσματα των επιστημών της γλώσσας να μη γίνονται γνωστά στην κοινή γνώμη, ενώ υποστηρίζονται τόσες ανακρίβειες» τονίζουν οι εν λόγω επιστήμονες, απαριθμώντας τις «θεμελιώδεις πλάνες» που αναδείχθηκαν το τελευταίο διάστημα.
Μεταξύ άλλων, αναφέρονται:
Στην «πρώτη θεμελιώδη πλάνη ότι την πρώτη γλώσσα τη μαθαίνουμε μέσω διδασκαλίας και ότι, για να την κατακτήσουμε "σε βάθος" και "ολοκληρωμένα", πρέπει να διδαχθούν παλαιότερες μορφές της».
Η απάντησή τους, ανάμεσα σε άλλα, είναι ότι «αυτό που ονομάζουμε διδασκαλία της γραμματικής στο σχολείο στοχεύει στην απόκτηση συνειδητής γλωσσικής επίγνωσης της ήδη φυσικά και διαισθητικά ανεπτυγμένης δομής της γλώσσας, με σκοπό την εκμάθηση της γραμματικής ορολογίας».
Τονίζουν δε ότι «η αποπλαισιωμένη γραμματοκεντρική διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής, μέσα από ασύνδετα μεταξύ τους αποσπάσματα και χωρίς εποπτεία του συνολικού κειμένου, του είδους και του συγκειμένου του δεν εξυπηρετεί στόχους όπως η στέρεη γλωσσική καλλιέργεια με κριτική διάσταση και αναλυτική ενασχόληση με κείμενα και γλωσσικές δομές που εξετάζονται κριτικά σε σχέση με τα περιβάλλοντα εμφάνισης και χρήσης τους».
Κριτική ανάγνωση
Μία ακόμα θεμελιώδης πλάνη που επισημαίνουν οι 132 επιστήμονες είναι αυτή που «αφορά την ταύτιση της γλώσσας με τα κείμενα, του κώδικα με το περιεχόμενο».
Αν στόχος είναι η κατανόηση και η αποτίμηση του πολύτιμου πολιτισμικού κεφαλαίου που περιέχει η αρχαία ελληνική γραμματεία, τότε «δεν μπορεί να επιτευχθεί με την ενασχόληση με αποσπάσματα σε επίπεδο γραμματικής και με τη μετατροπή τους σε κείμενα θεματογραφίας. Αντίθετα, μπορεί να επιτευχθεί με την κριτική και πολιτισμικά προσανατολισμένη ανάγνωση ολόκληρων κειμένων σε γλώσσα απόλυτα κατανοητή στους μαθητές – επομένως, από μετάφραση, η οποία κάλλιστα μπορεί να συνοδευεται και από το πρωτότυπο αρχαίο κείμενο στη διπλανή σελίδα».
Οσον αφορά το «σαθρό», όπως χαρακτηρίζουν, επιχείρημα ότι μόνον από το πρωτότυπο κατανοείται το ακριβές και πλήρες νόημα των κειμένων και ότι οι νοηματικές αποχρώσεις «χάνονται στη μετάφραση», υπενθυμίζουν πως «για να γίνουν κατανοητές οι νοηματικές και υφολογικές λειτουργίες των γλωσσικών επιλογών, προϋποτίθεται σύνδεση της γλώσσας με τα κοινωνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα χρήσης της».
Πάντως, με αφορμή τις θέσεις των συγκεκριμένων επιστημόνων και κυρίως μετά τις εξαγγελίες του υπουργείου Παιδείας για μείωση των ωρών των Αρχαίων, αλλά όχι αντίστοιχη αύξηση των Νέων Ελληνικών, ο Πανελλήνιος Σύλλογος Αναπληρωτών Φιλολόγων δηλώνει ότι θα συνεχίσει να μάχεται για την αναβάθμιση των Αρχαίων.
Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά σε ανακοίνωσή του, «η σύνδεση άλλωστε της Νεοελληνικής με την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα είναι άρρηκτη και συνεχής στη διαχρονική της πορεία. Χωρίς τη γνώση των Αρχαίων Ελληνικών πώς θα εξηγήσουμε λέξεις όπως πρωθυπουργός, σχήμα πρωθύστερο, μέθεξη και εφαπτομένη;».
efsyn.gr